διειρόμενος

διειρόμενος
διείρομαι
pres part mp masc nom sg (epic ionic)
διείρω
pass
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διείρω — (Α διείρω) [είρω] 1. κάνω κάτι να περάσει μέσα από κάτι άλλο, σέρνω μέσα από κάτι, διαπερνώ 2. παρεμβάλλω 3. (για λόγους) αραδιάζω στη σειρά, συναρμολογώ («λόγος διειρόμενος») νεοελλ. ναυτ. περνώ σχοινί μέσα από τρύπα ή τροχίλο αρχ. συναρμολογώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”